Η απογραφή του πληθυσμού στην Αλβανία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα, ειδικά στην περίπτωση των Ελλήνων, αφού η Μειονότητα έτυχε διεθνούς αναγνώρισης (το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του 1914 αναγνώριζε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου στο πλαίσιο του Αλβανικού κράτους). Ο αυθαίρετος περιορισμός της, μεταπολεμικά, στα 99 χωριά της Μειονοτικής Ζώνης, αφαίρεσε το τυπικό και ουσιαστικό δικαίωμα της ένταξης στην Ελληνική Μειονότητα των χωριών της Χιμάρας, όπως και από παλιότερα σε άλλα ελληνικά ή μικτά χωριά: στους Αγίους Σαράντα, στα Εξαμίλια, στην Αυλώνα, στην Πρεμετή ή στην Κορυτσά, όπου ζούσαν Έλληνες ή Ελληνόβλαχοι εδώ και αιώνες. Πέραν των εγγεγραμμένων Ελλήνων της Μειονοτικής Ζώνης ουδείς άλλος μπορούσε να δηλωθεί ως ελληνικής εθνικότητας: τα μειονοτικά δικαιώματα χανόντουσαν εκτός Ζώνης. Σε αυτό το καθεστώς οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τις πιέσεις που ασκούσε το κράτος με διάφορες μεθοδεύσεις, έχοντας ουσιαστικό στόχο τον «αυτο»περιορισμό της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων ως minoritari (μινοριτάρι=μειονοτικός), ως μιας πολιτισμικής-γλωσσικής τάσης, παρά την επίσημη αναγραφή ελληνικής εθνικότητας στις ταυτότητές τους.
Μετά το 1991 το καθεστώς αυτό επίσημα παρέμεινε, και η απογραφή του 2001 συνάντησε την αποχή της Μειονότητας. Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (52001DC0300-06/06/2001) ανέφερε: «Η αλβανική νομοθεσία διατηρεί ακόμη την έννοια “ζώνες μειονοτήτων”… Η εν λόγω νομοθεσία ορίζει την εθνοτική προέλευση με βάση γεωγραφικά κριτήρια και όχι προσωπική δήλωση, και περιορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στις ζώνες μειονοτήτων. Αυτό δεν συμβιβάζεται με τις διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν την Αλβανία στον τομέα των δικαιωμάτων των μειονοτήτων…».

Δύο αντιτιθέμενες στάσεις στην προηγούμενη απογραφή
Στην απογραφή του 2011 και μετά τον νέο νόμο 10442/7-7-2011 για την απογραφή, στη Μειονότητα παρατηρήθηκαν δύο τάσεις. Η πρώτη, από την πλευρά των ελληνικών μειονοτικών κομμάτων/οργανώσεων ΔΕΕΕΜ Ομόνοια και ΚΕΑΔ, μποϋκόταρε την απογραφή διότι διατεινόταν ότι ο νέος νόμος επί της ουσίας απαγόρευε τον αυτοπροσδιορισμό στην εθνική καταγωγή, εφόσον η δήλωση αυτή συμπεριλαμβανόταν στον έλεγχο για ψευδή στοιχεία στην περίπτωση που δεν συμφωνούσε με τα στοιχεία στο ληξιαρχείο για τις μη αναγνωρισμένες περιοχές. Σε ανακοινώσεις κατήγγειλαν ότι οι απογραφείς «διόρθωναν» την εθνική καταγωγή που δήλωναν οι απογραφόμενοι, όταν αυτή ήταν διαφορετική από την καταγεγραμμένη σχετική ένδειξη των ληξιαρχείων. Η ΔΕΕΕΜ Ομόνοια το 2013 διοργάνωσε καταγραφή στο σύνολο των περιοχών που κατοικούν Έλληνες πολίτες της Αλβανίας, καθώς και στη διασπορά, με αποτελέσματα που έδειχναν μια διακριτή πληθυσμιακά μειονότητα με τεράστια απόσταση από τους περίπου 24.000 που δέχτηκαν να απογραφούν το 2011. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΔΕΕΜ Ομόνοια (10/12/2013) συμπληρώθηκαν «286.852 ατομικά δελτία, εκ των οποίων το 30%, δηλαδή 86.000, στη σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα… 186.454 δήλωσαν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική, ενώ στο υπόλοιπο κυριαρχεί η Βλάχικη διάλεκτος, με παράλληλη γνώση της ελληνικής καθώς και της αλβανικής…».

Η ουσία του προβλήματος, πέρα από τη διχογνωμία του 2011 που άφησε το αποτύπωμά της, ανευρίσκεται στη δημογραφική αποψίλωση της Ελληνικής Μειονότητας λόγω της μετανάστευσης

Η άλλη τάση (κυρίως από το ανταγωνιστικό ελληνικό μειονοτικό κόμμα ΕΕΜ-MEGA) προέτρεπε στη συμμετοχή, διατεινόμενη ότι ο αυτοπροσδιορισμός δεν θα μπορούσε να επισύρει τιμωρία (πρόστιμο 100.000 λεκ για ψευδή στοιχεία) καθότι αυτά δεν θα αφορούσαν σε ερωτήσεις για την εθνοπολιτισμική συνείδηση, ενώ ο ΟΑΣΕ που επέβλεπε τη διαδικασία της απογραφής θα αποτελούσε εγγύηση για μια σχετικά έγκυρη απογραφή. Από την άλλη, η μη καταγραφή του ίδιου του πληθυσμού σε αναγνωρισμένους ή μη αναγνωρισμένους Δήμους θα μείωνε τη χρηματοδότηση για τα επόμενα 10 χρόνια, καθότι με βάση τον πληθυσμό αναλογούν και τα κρατικά κονδύλια. Η διχογνωμία αυτή ενισχύθηκε από την παρέμβαση του κόμματος PDIU των Μουσουλμάνων-Τσάμηδων, που τότε συνεργαζόταν με την κυβέρνηση του Σαλί Μπερίσα, εναντίον των Ελλήνων. Η έλλειψη ρητών διαβεβαιώσεων και η διασπορά της σύγχυσης ήταν η αφορμή να δημιουργηθεί η καλλιέργεια της αμφισβήτησης για μια αδιάβλητη απογραφή. Για τους μεν ήταν μια επιπλέον απόδειξη ότι η Μειονότητα έχει έναν διακριτό πληθυσμό που δεν θα μπορούσε να απογραφεί σε εκείνες τις συνθήκες, για τους δε ήταν μια ευκαιρία για την ανάδειξη ενός διακριτού πληθυσμού, που χάθηκε.

Συνεχίζονται οι αλβανικές πιέσεις, και η ελλαδική αδιαφορία
Από τότε προέκυψαν μια σειρά γεγονότων, ενδεικτικών των πιέσεων που ασκούν οι κυβερνήσεις της Αλβανίας στα μέλη της ΕΕΜ και ειδικά μετά από σοβαρές μεταβολές στην εξωτερική πολιτική – με την Αλβανία να προσεγγίζει τον ρόλο δορυφόρου της Τουρκίας στις διακρατικές σχέσεις και παράλληλα να ενσωματώνεται σε ευρωπαϊκών προδιαγραφών ρητορική και ψήφιση νόμων για τις ενταξιακές διαδικασίες. Στο βάθος, η ουσία του προβλήματος, πέρα από τη διχογνωμία του 2011 που άφησε το αποτύπωμά της, ανευρίσκεται στη δημογραφική αποψίλωση της Ελληνικής Μειονότητας λόγω της μετανάστευσης. Κι ενώ στο σύνολό της είναι προσανατολισμένη στην ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε., συνεχίζει να υφίσταται πιέσεις έχοντας ανοιχτά ζητήματα.

Το ελλαδικό κράτος και οι αρμόδιοι φορείς του, οι οποίοι στο σύνολό τους επιδιώκουν να απομακρύνονται από το μειονοτικό βαρίδι, έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες για τη συνέχιση μιας ευάλωτης πλέον «κοινότητας». Ο κομβικός του ρόλος ως μοχλού των σχέσεων της Ε.Ε. με την Αλβανία από τη μια αποδυναμώνει ή εξαφανίζει τις δυνατότητες παρέμβασης, και από την άλλη εξαλείφει πιθανές προοπτικές πληθυσμιακής αναζωογόνησης στις περιοχές που κατοικούν Έλληνες στην Αλβανία μέσω επενδύσεων σε υποδομές. Μέσα στα τετελεσμένα οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τη μόνιμη εγκατάσταση πλέον του μεγαλύτερου ποσοστού της μειονότητας εκτός Αλβανικής επικράτειας, στην Ελλάδα ή άλλες χώρες (εκτιμήσεις κυμαίνονται στο 85%). Ας σημειωθεί ότι οι καταγεγραμμένες τάσεις μετανάστευσης στο αλβανικό κράτος αγγίζουν το 60%.

Είναι ένα ερώτημα η απογραφή του 2022. Μια πιθανή ενιαία στάση είναι ευκταία για τους Έλληνες που ζουν στην Αλβανία ή θα ταξιδέψουν εκεί για να απογραφούν, με στόχο μια δίκαιη, δημοκρατική και ειρηνική συγκατοίκηση μέσα στην Αλβανική επικράτεια.