Η έκδοση και η κυκλοφορία του παραπάνω βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου, είναι ένας συγγραφικός, αλλά και εκδοτικός, άθλος.

Στις 577 σελίδες του βιβλίου αποτυπώνεται με έναν, θα έλεγα, τρόπο αξεπέραστο, το προφορικό γλωσσικό ιδίωμα της Μουργκάνας ή μάλλον της περιοχής πέρα απ’ τον Καλαμά μέχρι το Αργυρόκαστρο. Με τα φωνήεντα να κυριαρχούν, με ένα χορευτικό ρυθμό στον προφορικό λόγο, σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ηπείρου, στις οποίες «σκοτώνουν» μέχρι εξαφανίσεως τα φωνήεντα, από τον προφορικό λόγο τους.

Έτσι το βιβλίο του Σ.Δ. εμπλουτίζει την ελληνική λογοτεχνία με ένα πανάρχαιο γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο ωμιλείτο σε μια γωνιά των απέραντων συνόρων του ελληνικού κόσμου. H γραπτή αποτύπωσή του, την οποίαν υλοποιεί αυτός, ο εραστής της μικρής φόρμας, με το ογκώδες αφήγημα των 577 σελ., όχι μόνο διασώζει και αναδεικνύει αυτό το γλωσσικό ιδίωμα αλλά το καθιστά μια νίκη της λογοτεχνίας, με ευρύτερη θα έλεγα απήχηση και εάν ήτο εφικτή η μετάφρασή του στις κυριαρχούσες γλώσσες, ασφαλώς θα είλκυε την προσοχή πολλών διεθνών βραβείων.

Συγχρόνως όμως το βιβλίο του Σ.Δ. είναι μια προσφορά ανεκτίμητη στο τι ακριβώς συνέβη στα βουνά της Ελλάδος και κατά τη διάρκεια της κατοχής και κατά την εμφύλια διαμάχη των ετών 1946-1949. Είναι ένα έργο αναφοράς.

Ορθά φρονώ ο Κ. Γεωργουσόπουλος στα ΝΕΑ της 10-11 Ιουλίου 2021 τοποθετεί, γλωσσικά, τον Σ.Δ. δίπλα στον Όμηρο και Παπαδιαμάντη. Έτσι γράφει επί λέξει «είναι συγγραφέας της γλώσσας όπως είναι ο Όμηρος και ο Παπαδιαμάντης». Ακόμα γράφει «Διάβασα με κόπο γόνιμο το βιβλίο του Δημητρίου». Και η Λίνα Πανταλέων, σε μια Κυριακάτικη «Καθημερινή» το χαρακτηρίζει - λίαν επιτυχώς «Σωτήρια διαθήκη». Και αυτή η διαθήκη αφορά το σύνολο των Ελλήνων, να μην παρασύρονται από τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» ή όπως επιγραμματικά τονίζει με την κοφτερή της γλώσσα η αφηγήτρια του βιβλίου, για τη συμπεριφορά των ανταρτών «Λόγια καλά, λιθάρια στο σακούλι».

Ο Κ. Γεωργουσόπουλος γράφει ακόμα «ο Δημητρίου κατορθώνει κάτι σπάνιο, γράφει μυθιστόρημα χωρίς κεντρικό ήρωα ή ήρωες». Αυτή η διαπίστωση δεν είναι απολύτως ακριβής. Στο βιβλίο κυριαρχεί - χωρίς μεγαλοστομίες και τη συνήθη δομή των συμβατικών βιβλίων - η τραγική μορφή της Μηλιούσως - Μηλιάς - της μητέρας της αφηγήτριας Αλέξως και γιαγιάς του Συγγραφέα.

Ο άντρας, χρόνια πρόεδρος της Πόβλας, του χωριού τους, ήταν διαρκώς απησχολημένος με τα κοινοτικά. Η γυναίκα του, η Μηλιά, με έξι κόρες και τελευταίο τον Τσιάβο, ήταν μια σπάνια άξια και προκομμένη γυναίκα, πλήρως αφοσιωμένη στο νοικοκυριό του σπιτιού της και στις φροντίδες της οικογένειας, που έπρεπε να επιβιώσουν με ένα Ησιόδειο τρόπο.

Ύστερα ήρθαν οι αντάρτες.

Αφηγείται η Αλέξω «Ξορνιάστηκαν ο κόσμος με τους βρυκολάκους τους αντάρτες. Σκόρπισαν σαν ντουφεκισμένα πουλιά. Αυτοί δεν ήταν για τίποτε, μονάχα για το κακό».

Δεν βρήκαν τον πρόεδρο του χωριού, συνέλαβαν τη γυναίκα του, τη Μηλιά.

Συνεχίζει η αφηγήτρια. «Ποιος ξέρει τι μαρτούρια της έκαναν. Τις έκλεισαν τις γυναίκες στο κατώι του Λιάγκου. Τους έβαναν τον μασιά πυρωμένον στον γκιόξι και στο στόμα. Μας τάειπε με χρόνια η Χρυσάνθη του Λιάγκου που την είχαν απολύκουν. […] Ω, παιδάκια μου, τους έλεγε, έχω έξι κοπέλες παντρεμένες και ανύπαντρες, … Κι αυτοί κορόιδευαν που έκανε αράδα τον σταυρό. Δεν αγλυμονήθηκαν κείνα τα δουλεμένα, τα τυραγνισμένα χέρια;».

Ούτε ο τάφος της δεν βρέθηκε… την είχε γνωρίσει ο Λειώτης φιλόλογος Κώστας Τσαντίνης, που ο δάσκαλος πατέρας του μνημονεύεται τόσο συχνά στο βιβλίο. Προ πολλών ετών μου είπε ότι «πιο γλυκομίλητη γυναίκα από την μακαρίτισσα τη Μηλιούσω δεν γνώρισα στη ζωή μου».

Στη Μουργκάνα οι αντάρτες, την οποίαν ελέγχουν στρατιωτικά, την μεταβάλλουν σε «Λαϊκή Δημοκρατία». Αρχίζουν κατασχέσεις και πλιάτσικο των φτωχών χωρικών. Επιστρατεύουν βιαίως ακόμα και ανήλικα αγόρια και κορίτσια. Πολλά σκοτώθηκαν στις πολύνεκρες και αιματηρές μάχες της δύσβατης Μουργκάνας. Καταστρέφουν σπίτια και περιουσίες «αντιφρονούντων» και σκοτώνουν αράδα γυναίκες. Στη Λίστα, στο Τσαρακλιμάνη, στη Γλούστα, στο Λειά, το Βαβούρι, στον Τσαμαντά, στην Πόβλα «Τ’ ήξεραν οι γυναίκες, αγράμματες και ξυπόλυτες και ζόρκες».

Τέτοιο κακό ο τόπος είχε να δει από το φλεγόμενο καλοκαίρι του 167 π.Χ. όταν οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες του ύπατου Αιμίλιου Παύλου εδήωσαν, ελεηλάτησαν και ερήμωσαν την Ήπειρο και μετέφεραν τους πληθυσμούς -όσους επέζησαν - στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης. Ακριβώς το ίδιο έπραξαν και οι αντάρτες.

Μετά την ήττα τους, τον Σεπτέμβριο του 1948, από τον κυβερνητικό Στρατό μετέφεραν συλλήβδην και βιαίως τους κατοίκους της Μουργκάνας, στις «Λαϊκές Δημοκρατίες», για να δουλέψουν και να θεμελιώσουν τον Σοσιαλισμό! Και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα με την κόκκινη σημαία. Έτσι ο Γ.Γ. του ΚΚΕ Γ. Σιάντος είχε δηλώσει «Εμείς δεν θα καταθέσουμε τα όπλα ούτε σε 40 χρόνια»! Μεταξύ των απαχθέντων και ο υποσημειούμενος ηλικίας τότε 4 ετών.

Αλλά όλα αυτά θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο του Σ.Δ. και, φρονώ, θα διαπιστώσει από την ανάγνωση του βιβλίου πόσο του αρμόζει ο έπαινος του αρχαίου ρήτορα Λιβάνιου (313-393 μ.Χ.) «ἀλλ’ ἡ γε αλήθεια ζῆ πολλῶν ψευδομένων στομάτων ἰσχυροτέρα».

Είναι, θα έλεγα, ευτύχημα η αφήγηση της μητέρας του συγγραφέα, που περπατάει προς τα 100 χρόνια, πρόλαβε να αποθέσει στο χαρτί ό,τι πλημμύριζε την καρδιά της. Έτσι η αφηγήτρια καταθέτει εκείνο που την πονάει. Σχολιάζει. Κρίνει. Ερμηνεύει ή και απλά παραθέτει εικόνες του παρελθόντος.

Συνεχίζει η αφηγήτρια. «Αυτοί - οι αντάρτες - κρύβονταν στις ντούφες. Αυτοί βγήκαν για να σκοτώσουν τους ίδιους τους Έλληνες. Δεν τους πάει αίμα ούτε από τη μύτη… Άνθρωποι της καταστροφής… Τι σόι αντάρτικο, τι καθεστώς ήταν αυτό που σκοτώνανε τους Έλληνες…».

Έτσι όταν τον Απρίλιο του 1944 οι Γερμανοί, στη μοναδική τους εισβολή στην καρδιά της Μουργκάνας, το χωριό μου - Λειά - εκκενώθηκε από τους κατοίκους. Το γερμανικό τάγμα, συνοδευόμενο από ενόπλους Τσάμηδες έκαψαν περίπου τα μισά σπίτια του χωριού. Έξω από το χωριό, χαμηλά, συνέλαβαν τυχαίως 4 χωριανούς. Ενώ τους ανέκριναν και δεν προέκυψε τίποτε εις βάρος τους, από ψηλά στη Μουργκάνα ακούστηκε - από τον ΕΛΑΣ - ένας πυροβολισμός. Αυτός ο άνευ σημασίας πυροβολισμός στοίχισε τη ζωή των 4 συλληφθέντων Λειωτών… «Εθνική Αντίσταση» με το αίμα ανυποψίαστων χωρικών!

Αλλά για την αξιοπιστία της «ένδοξης αντίστασης» του ΕΛΑΣ, κάπου στην Ήπειρο, γράφει ο Γερμανός συγγραφέας, αριστερής τοποθέτησης, Φρανκ Μάγερ στο βιβλίο του «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ».

«Αποκύημα της φαντασίας» του Στ. Σαράφη (αρχηγού του ΕΛΑΣ) αποτελεί και η πληροφορία ότι «οι Γερμανοί είχαν περισσότερες από 500 απώλειες». «Η πραγματικότητα είναι ότι το Σύνταγμα των ΕΣ - ΕΣ έχασε μόνο έναν στρατιώτη και 14 τραυματίες».

Διερωτάται ακόμα η αφηγήτρια «Τι σόι αντάρτικο, τι σόι καθεστώς ήτανε αυτό που σκότωναν τον πρόεδρο, δάσκαλο, αγροφύλακα. Ποιος νάηταν στην κορυφή. Οι τσιομπαναραίοι, οι μπιστικοί που δεν ήξεραν ούτε άλφα;».

Την εξήγηση την παρέχει ο σκληρός κομμουνιστής Γιάννης Μανούσακας στο βιβλίο του «Ακροναυπλία». «Έτσι έμπαινε η αρχή να μην βασανίζουμε το μυαλό μας, να μην σκεφτόμαστε. Αυτό το καθήκον ανήκε στην ηγεσία. Εμείς μόνο να εκτελούμε…».

Θα διαπιστώσει ακόμα ο επιμελής αναγνώστης ότι η αφήγηση και το βιβλίο του Σ.Δ. ανταποκρίνεται απολύτως στα όσα κατέληξε ο αθάνατος Πλούταρχος για την πρωτοφανή συμπεριφορά των Ρωμαίων απέναντι στους κατακτημένους Ηπειρώτες με τη φράση «φρίξαι δέ πάντας ἀνθρώπους τό τοῦ πολέμου τέλος». Την ίδια συμπεριφορά απέναντι στους άμαχους και ανυποψίαστους κατοίκους της Μουργκάνας επέδειξαν και οι αντάρτες του λεγόμενου Δ.Σ.Ε.

Αλλά πριν κλείσω τη σύντομη αναφορά μου στο βιβλίο του Σ.Δ. ο πειρασμός δεν με αφήνει να μην αναφερθώ σ’ ένα περιστατικό εις το οποίο, κάπως υπερηφάνως, εδημοσίευσε γνωστός καθηγητής. Κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης, κάποιος διανομέας της ΟΥΝΡΑ δεν έδωσε στον πατέρα του ένα σακάκι. Κάπως έτσι. Ε! Αυτό τον έκανε να μην ψηφίσει ποτέ δεξιά… Θα σχολιάσω κάπως μελαγχολικά. Οι «τραγωδίες του φλυτζανιού», εφ’ όσον τις επικαλούνται οι αριστεροί, είναι μείζονες του μακελιού που βίωσαν οι γυναίκες της Μουργκάνας…

Νομίζω όμως ότι θα μπορούσα να κλείσω το μικρό μου πόνημα μ’ έναν ακόμα έπαινο για τον Σ.Δ. που κάπου διάβασα και φρονώ ότι του ταιριάζει. Η ανταρσία του κατά του καθιερωμένου τρόπου γραφής, μας έδωσε μια πολύτιμη μαρτυρία, για κόσμους και εποχές που έχουν χάσει σχεδόν κάθε σύνδεσμο με την εποχή μας.

Αντώνης Ν. Βενέτης

Μοναστηράκι Δωρίδος